επίπλασμα

επίπλασμα
το шпаклёвка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επίπλασμα" в других словарях:

  • ἐπίπλασμα — plaster neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπλασμα — το (Α ἐπίπλασμα) [επιπλάσσω] έμπλαστρο νεοελλ. συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., στόκος …   Dictionary of Greek

  • ἐπιπλασμάτων — ἐπίπλασμα plaster neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάσμασι — ἐπίπλασμα plaster neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάσμασιν — ἐπίπλασμα plaster neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάσματα — ἐπίπλασμα plaster neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάσματι — ἐπίπλασμα plaster neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάσματος — ἐπίπλασμα plaster neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»